- χιλιάρικο
- το тысяча драхм (денежный знак)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χιλιάρικο — το, Ν χαρτονόμισμα χιλίων δραχμών. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιασακοποιημένος τ. τού ουδ. τού επιθ. χιλιάρικος] … Dictionary of Greek
εις — (I) και εισέ και σε και σ( ) προ φωνήεντος ή τών πλαγίων πτώσεων τού άρθρου (AM εἰς και ές) πρόθ. που δηλώνει: 1. μέσα («..χύνονται στη θάλασσα», «οἵ τ εἰς ἅλαδε προρρέουσιν») 2. κίνηση προς, σε τόπο («πήγες εις το Μεσολόγγι», «εἰσέβαλε... ἐς… … Dictionary of Greek
κρατώ — άω και έω (AM κρατῶ, έω, Α αιολ. τ. κρετέω) 1. βαστώ, πιάνω ή έχω κάτι στα χέρια μου (α. «μέ κράτησε από το χέρι και προχωρήσαμε» β. «πρόσεξέ τον, γιατί κρατάει περίστροφο» γ. «εἰσελθὼν ἐκράτησε τῆς χειρὸς αὐτῆς», ΚΔ δ. «τῇ δεξιᾷ λαμβάνειν τοῡ… … Dictionary of Greek
πασάρω — και πασαίρνω και πασέρνω 1. μεταβιβάζω, διαβιβάζω κάτι από χέρι σε χέρι 2. (κατ επέκτ.) κατορθώνω με επιτήδειο τρόπο να δώσω σε άλλον κάτι που μού προκαλεί βάρος ή ενόχληση («μού πάσαρε το σχισμένο χιλιάρικο») 3. (αθλ.) μεταβιβάζω την μπάλα σε… … Dictionary of Greek
πηγαίνω — ΝΜ και πα(γ)αίνω και πά(γ)ω και πάου Ν 1. μεταβαίνω, προχωρώ και φθάνω κάπου (α. «πηγαίνει εκεί πού ναι ψηλό κυπαρίσσι», Σολωμ. β. «διὰ νὰ μὲ ἐπάρωσι νὰ πάγω πρὸς ἐκείνην», Διγ. Ακρ.) 2. απομακρύνομαι, φεύγω (α. «ώρα να πηγαίνουμε, παρακάτσαμε» β … Dictionary of Greek
σκάζω — (I) ΜΑ (κυρίως στον ενεστ. και παρατ.) χωλαίνω, κουτσαίνω («σκάζων μηρός», Πλούτ.) αρχ. 1. (η μτχ. ουδ. εν. και πληθ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ σκάζον και τὰ σκάζοντα κάθε μορφή ατέλειας, ανωμαλίας ή βλάβης (α. «μὴ εὑρεθῆ τὸ δημόσιον σκάζον», πάπ … Dictionary of Greek
χήνα — Κοινή ονομασία διαφόρων στεγανοπόδων της οικογένειας των ανατιδών ή νησσιδών, που ανήκουν κυρίως στα γένη χην (anser) και βράντα (branta). Ειδικά, με την ονομασία αυτό χαρακτηρίζεται γενικά η κατοικίδια χ., οι διάφορες φυλές της οποίας… … Dictionary of Greek
χαλώ — χαλῶ, άω, ΝΜΑ, και χαλνώ, άω, Ν, και χαλάζω και χαλαίνω Α ναυτ. κατεβάζω ιστίο ή σημαία νεοελλ. μσν. 1. επιφέρω βλάβη στην κανονική λειτουργία ενός συστήματος («τό χάλασες το ρολόι») 2. καταστρέφω 3. (σχετικά με κτίσμα) κατεδαφίζω, γκρεμίζω (α.… … Dictionary of Greek
χιλιάρικος — η, ο, Ν 1. αυτός που αποτελείται από χίλιες μονάδες 2. το θηλ. ως ουσ. η χιλιάρικη (για φιάλη) χιλιάρα 3. το ουδ. ως ουσ. βλ. χιλιάρικο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χίλιοι + κατάλ. άρικος (πρβλ. πεντ άρ ικος)] … Dictionary of Greek
όβολο — το 1. οβολός 2. στον πληθ. τα όβολα τα χρήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος κατά το γένος τ. τού ὀβολός κατά το ουδ. γένος τών περισσότερων ονομασιών νομισμάτων (πρβλ. δεκάρικο, χιλιάρικο κ.λπ.)] … Dictionary of Greek
χιλιάρικος — η, ο 1. αυτός που αποτελείται από χίλιες μονάδες. 2. το ουδ. ως ουσ., χιλιάρικο παλαιότερα χαρτονόμισμα χιλίων δραχμών, χιλιόδραχμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)